μπεκρουλίκι

μπεκρουλίκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπεκρουλίκι" в других словарях:

  • μπεκρηλίκι — και μπεκρουλίκι, το η ιδιότητα και η κατάσταση τού μπεκρή, η υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + κατάλ. λίκι (πρβλ. μπεη λίκι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»